«Τι ο ανεπτυγμένος νους του ανθρώπου δεν κατορθώνει! Και εις το σκότος μένει εν Τουρκία ο άνθρωπος κεκλεισμένος! Από την αυτοβιογραφία του Π.Π.Ναούμ (1871).
Πέρα από το στενό χώρο της Καστοριάς και της Μακεδονίας υπάρχει το κυνηγημένο γένος και, σε μια ευρύτερη κλίμακα, η χριστιανοσύνη που δεινοπαθεί.Το κλίμα της ανασφάλειας που δημιουργείται στον ελληνικό χώρο από τις τουρκικές κατακτήσεις του 14ου αιώνα και του 15ου αιώνα, καθώς και από τις ληστρικές επιδρομές των Αλβανών[1] αργότερα, είναι αρκετό για να δικαιολογήσει σ΄ένα πρώτο στάδιο τη μετακίνηση των κατοίκων σε μέρη ορεινά και δασώδη. Οπωσδήποτε, στις ορεινές περιοχές ούτε η κτηνοτροφία εξασφαλίζει την άνεση, ούτε η γεωγραφική θέση εγγυάται την ασφάλεια. Οι επιδρομές που συνεχίζονται, η ταραγμένη ατμόσφαιρα που δεν αιθριάζει, η ασυδοσία των τουρκικών αποσπασμάτων ακόμα και η αύξηση των γεννήσεων δημιουργούν μερικές από τις προϋποθέσεις της νέας φυγής, που αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις, αν αναλογιστούμε την αλλοίωση των οικονομικών όρων (εκβιασμοί περιστάσεων)που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες ζωής. Εννοώ το μεταναστευτικό ρεύμα που εκφράζεται πλέον ως αναγκαστική φυγή της οριστικής αποδημίας ►μια μόνιμη σταθερή και δοκιμασμένη διέξοδος των Καστοριανών για αιώνες παίρνει διάφορες κατευθύνσεις. Ότι ο πυρήνας των παροικιών της Βιέννης, της Πέστης, της Νύσσας,της Λειψίας, των Βελεσών είναι δυτικομακεδονικός φαίνεται πως βρίσκεται έξω από κάθε αμφισβήτηση. Από εδώ και πέρα ο κόσμος της Κεντρικής Ευρώπης ανοίγεται σφριγηλός, φωτισμένος κι΄ελεύθερος, όλος υποσχέσεις και δυνατότητες. Συχνότερα οι υποσχέσεις αποδεικνύονται πραγματικές, οι δυνατότητες απεριόριστες, οι μετανάστες ικανοί.
[1] Ο Γάλλος περιηγητής Victor Berard (Βίκτωρ Μπεράρ) που επισκέφθηκε την Καστοριά τον Αύγουστο του 1891 γράφει: Ο έπαρχος της Καστοριάς έτρεξε την επόμενη άνοιξη για να αποκαταστήσει την τάξη, έκανε έρευνες στα σπίτια και μάζεψε όλα τα όπλα που βρήκε. Το χωριό είναι τώρα στο έλεος του πρώτου λήσταρχου που θα θελήσει να το πατήσει. Το κυνήγι όμως πια δεν αξίζει το μπαρούτι του∙ οι 200 λίρες που δόθηκαν στους Αλβανούς εκπροσωπούσαν τη συρμαγιά μιας γενεάς ολόκληρης∙ το μόνο που απομένει στα καλύβια πια είναι το χώμα και οι πλίθρες...