Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΝΑΟΥΜ ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ ΠΛΕΟΝ

Μόλις συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του ο Παναγιώτης Παπαναούμ ξεκίνησε το ταξίδι του για τη Λειψία προσκεκλημένος του αδελφού του Κωνσταντίνου που δεν γνώριζε ούτε κατά την όψιν. Γεννήθηκε στην Καστοριά το δεκαπενταύγουστο του 1810 και γι΄αυτό ο ανάδοχός του παπά- Θεόφιλος τού έδωσε τ΄όνομα αυτό. Πολλά χρόνια αργότερα ο Ναούμ θυμάται ακόμα το θλιβερό αποχωρισμό και τα τελευταία λόγια της μητέρας του Βενετής που επαληθεύτηκαν: «Πήγαινε, παιδί μου, στην ευχή του Θεού. Σου δίδω το τελευταίον ασπασμόν και την μητρική ευχήν μου, διότι, προαισθάνομαι δεν θα σε ξαναϊδω πλέον».
Για τον Κωνσταντίνο που έμεινε ανύπανδρος ο Ναούμ γράφει:

ΜΕΤΑΚΑΛΕΣΑΣ* με δι΄επιστολής προς τους γονείς μου πλησίον του ο κατ΄εκείνην την εποχήν (1821) τον έμπορον εν Βιέννη της Αυστρίας μετερχόμενος αυτάδελφός μου Κωνσταντίνος ο καθ΄όλον του τον βίον εν τω ναώ του υμεναίου μη εισελθών, εκρίθη αναγκαίον υπό των γονέων μου κατάλληλος (δωδεκαετής πλέον) να παρουσιασθώ συνοδεία από Καστορίας μέχρι Βελιγραδίου της Σερβίας.

Ο πατήρ μου, καθότι ιερεύς του Υψίστου, συνήθιζε να ανοίγη τας πύλας της εκκλησίας κατά τας επισήμους εορτάς και τα ελαφροεόρτια πολύ πρωί, διότι δεν εδύνατο επί χρόνου μακρού να υποφέρη την στέρησιν του ερρίνου(ταμβάκου). Τούτου ένεκα η λειτουργία με τα διαβάσματα του όρθρου και τα λοιπά ώφειλε ταχέως να περαιωθή, δια τούτο ηναγκαζόμουν κι΄εγώ, πάντοτε αέκων (παρά τη θέλησή μου) να τον παρακολουθώ εις την εκκλη-σίαν κατ΄εκείνην την ώραν δια να αναγιγνώσκω του όρθρου τα γράμματα και ο ιερεύς να εισέρχεται εις την λειτουργίαν. Ενίοτε όμως ο γλυκύς ύπνος της πρωίας ο τοσούτον θυμηδώς τους παίδας εν ταις αγκάλαις αυτού κρατών παρετείνετο εν τη εκκλησία, το δε αποτέλεσμα ήτον ξύλον με το μηνιαίον εις την κεφαλήν (Το καθένα από τα δώδεκα εκκλησιαστικά βιβλία, ένα για κάθε μήνα, που περιέχουν τις ιερές ακολουθίες όλων των ακινήτων εορτών δηλ. το μηνολόγιο).
Παρόμοια παθήματα πολλά υπέστην εν τω ναώ του Υψίστου και υπέρ εμαυτού μόνην την συμπάθειαν και μεροληψίαν της μητρός μου είχον. Μετά την απόλυσιν της εκκλησίας εξέθετον τη μητρί πικρά παράπονα κατά του ιερέως πατρός και τη επεδείκνυον το μέρος της κεφαλής επί της οποίας μετά στιβαράς χειρός κατέπιπτεν εν τω ναώ του Κυρίου το μηνιαίον. Η σεβαστή μήτηρ μου, η με αίσθημα υπερτάτης φιλοστοργίας φιλούσα με ως τελευτότοκον (στερνοπαίδι), επελαμβάνετο μετά ζήλου της υπερασπίσεώς μου και τότε ελάμβανεν χώραν κατά το κοινόν λεγόμενον «του Κουτρούλη ο γάμος». Εν τούτοις τι συνέβαινεν; Οι μεν γονείς διεφιλονείκουν θυμοειδώς (οργισμένα) περί της υποθέσεως του υιού, το τέκνον έτρωγε τες ξυλιές και η γη εκι-νείτο.
Δεν είναι δύσκολο λοιπόν ν΄αντιληφθεί κανείς μέσα σε τι κόσμο δεισιδαιμονίας μπορούσε να μεγαλώνει ένα παιδί στις αρχές του 19ου αιώνα και μάλιστα σ΄ένα τόπο καθώς η Καστοριά, όπου οι προϋποθέσεις της παιδείας παρουσιάζονται ιδιαίτερα ευνοϊκές.

Πάντως ο Π.Π.Ναούμ, Παναγιώτης Παπαναούμ, όπως αρέσκετο να γράφει το όνομά του στα εξώφυλλα των βιβλίων του, άτυχος στον τομέα των δασκάλων του, δεν φαίνεται καθόλου ενθου-σιασμένος από τις σχολικές σπουδές του: Εκ της νηπιακής ηλικίας μου δια την εκμάθησιν των κολλυβογραμμάτων εφοίτη-σον εις το ούτως πως καλούμενον Ελληνικό Σχολείον διευθυνόμενον κατά την εποχήν εκείνην υπό τινος ιερέως παπά-Παύλου καλουμένου και μη εννοούντος ούτ΄αυτού του Αισώπου τους μύθους.

Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν να εμφανίζουν την πατρίδα του Ναούμ ως κέντρο με αξιόλογη παιδευτική παράδοση από τον 17ον αιώνα. Η Καστοριά έχει να επιδείξει στις αρχές του 18ου αιώνα αξιόλογη πνευματική άνθηση. Το Ελληνικόν Σχολείον, όπου φοίτησε και ο Παναγιώτης Ναούμ, χτισμένο μετά το 1711 στον Άγιο Νικόλαο τον Πετρίτη, θα λειτουργήσει ομαλά στο ίδιο κτήριο μέχρι το 1888. Ο Γεώργιος Καστριώτης, επιφανής Καστοριανός που έφτασε μέχρι το αξίωμα του Μεγάλου Κομίσου, ιδρύει το 1705 στη συνοικία Μουζεμβίκη την εκκλησιαστική του σχολή, ανατολικά της Πλατείας Ντολτσού, όπου μέχρι σήμερα διασώζονται οι εκκλησίες Άγιος Γεώργιος Μουζεμβίκη (άλλοτε κρυφό σχολιό), Άγιος Νικόλαος της αρχόντισ-σας Θεολογίνας (κόποις και δαπάναις αυτής), Παναγία Μουζεμβίκη (σημερινός Άγιος Μηνάς) και Παναγία Ρασιώτισσα (Βλαχέρνα).
Ένας άλλος εκλεκτός γόνος της Καστοριάς, ο πλούσιος έμπορος Γεώργιος Κυρίτζης, ενισχύει οικονομικά το κοινό σχολείο της πατρίδας του και δημιουργεί την περίφημη σχολή του, ανατολικά και δίπλα στη Πλατεία του Ντολτσού, όπου μέχρι και σήμερα σώζεται η εκκλησία Αγίου Νικολάου Κυρίτζη. Δάσκαλοι από τους εκλεκτότερους της εποχής, ντόπιοι και ξένοι διδά-σκουν στα σχολεία της Καστοριάς σ΄όλη τη διάρκεια του αιώνα. Γύρω στα 1710 έρχεται κι΄αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής Κυρίτζη ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, Διδάσκαλος του Γένους, προδρομική φυσιογνωμία του Νεοελληνικού Διαφω-τισμού.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1822 ο Παναγιώτης αποχαιρέτησε τον ιερέα πατέρα του Ναούμ και εναγκαλίσθηκε συγκινητικά με τα αδέλφια του Αγνή, Δημήτριο και Χριστόδουλο και πήρε το μακρινό δρόμο για τη Λειψία μέσω Βελιγραδίου, Πέστης, Βιέννης, Πράγας και Δρέσδης. Ωστόσο η οδοιπορία μέχρι τα σερβικά σύνορα σε τέτοιους καιρούς –δεύτερη χρονιά της επανάστασης -δεν είναι διόλου ακίνδυνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου