Στις 15 Μαΐου 1834 το «ιστιοταχύπλουν τού Φεράλδη» ξεκινούσε από την Τεργέστη και λίγες μέρες αργότερα, αρχές Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, έριχνε άγκυρα στο λιμάνι του Ναυπλίου. Ανάμεσα στους επιβάτες βρισκόταν και ο Πανα-γιώτης Ναούμ.
Τι μπορούσε να δει και ποιες δυσκολίες να συναντήσει ένας νέος άνθρωπος που έρχονταν στο μεσοδιάστημα της Αντιβασιλείας να προσφέρει «τας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις» του, γίνεται φανερό στη συνέχεια της αυτοβιογραφίας. Αν δεν έχουμε το δικαίωμα ν΄αφισβητήσουμε τις καλές προθέσεις του Ναούμ, άλλο τόσο όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την νοοτροπία του, μια νοτροπία διαμορφωμένη βασικά έξω από τους όρους της ελληνικής πραγματικότητας. Προσθέτω, ακόμα, και κάτι άλλο όχι λιγότερο σημαντικό: όταν μια πλασματική εικόνα της Ελλάδας, σχηματισμένη απ΄τη φαντασία ενός παιδιού μέσα στις ευρωπαϊκές κοσμοπόλεις, χρειάζεται κάποτε να επαληθευθεί, είναι πολύ φυσικό οι αναγκαίες συγκρίσεις ούτε την πραγματικότητα να ευνοούν ούτε σε μια ψύχραιμη αποδοχή της να καταλήγουν.
Οι πρώτες εντυπώσεις του Ναούμ μετά το γυρισμό εκφράζουν πίκρα ανάμιχτη με απογοήτευση. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στο 1834 η κατάσταση των ελληνικών πραγμάτων δεν φαίνεται να δικαιολογεί πολλή αισιοδοξία: Το Ναύπλιο είναι μια πρωτεύουσα ταπεινή, η αναρχία επικρατεί παντού, η επανάσταση του Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα έχει αναστατώσει το Μοριά, η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα μαρτυρεί μια βαθύτερη σήψη. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν αργεί να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τους Βαυαρούς. Μια διαταγή του φρουράρχου Ναυπλίας και Παλαμηδίου σχετική με το κλείσιμο της πύλης στις 6 μ.μ προκαλεί ένα βίαιο σχόλιο του Ναούμ στην «Αθη-νά»:«Εντεύθεν προήλθε κατόπιν η κατ΄εμού μήνις των Βαυαρών» Στο μεταξύ, περιμένοντας το διορισμό του στο σώμα των μηχανικών, πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο και στα γειτονικά νησιά. Θέλει να δει αρχαιολογικά μνημεία, να επισκεφθεί τους τόπους των μαχών και να γνωρίσει αγωνιστές της επανάστασης. Στο Μυστρά τον δέχεται ο παιδικός του φίλος Δαμιανός Γεωργίου, αργότερα καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στις Σπέτσες τον φιλοξενεί εγκάρδια η οικογένεια Ορλώφ. Κάπου στο δρόμο προς το Άργος, ο Στάϊκος, ο οπλαρχηγός που κυρίεψε το Παλαμήδι του εκφράζει τα παράπονά του για τον Κολοκοτρώνη. Στο Άργος ο Ναούμ θα γνωρίσει τον στρατηγό Τσόκρη και τον Πετρόμπεη Μαυρο-μιχάλη. Στην Κόρινθο τον δέχεται ο Χρηστάκης Ράγκος, ο άνθρωπος που έχει μεταφράσει τα φιλελληνικά ποιήματα του Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα. Όπως πάντα, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για γνωριμίες. Κάποτε μάλιστα δείχνει πολύ περήφανος γι΄αυτές.
Καθ΄όλον δε το δεκαετές εν τη δημοσία υπηρεσία διάστημα της εν Ελλάδι διαμονής μου, μοί εδόθη ευκαιρία να γνωρίσω όλους τους διασημοτέρους της επαναστάσεώς μας οπλαρχηγούς, ναυτικούς και πολιτικούς μετά των οποίων διετέλουν εν αρμονία και ειλικρινεί φιλία.
Παρ΄αυτών ήκουσα πολλάς τεραστίων ανδραγαθημάτων διηγήσεις κατά τον Ιερόν ημών αγώνα, τα οποία ως μη συνάδοντα, ένεκα της υπερβολής των, με την πειθώ του λόγου και της λογικής τους κανόνας, εγκαταλείπω όλως αμνημόνευτα. Ο Ναούμ δεν δείχνει ενδιαφέρον να διασώσει τις αφηγηματικές υπερβολές των αγωνιστών, ωστόσο αποθησαυρίζει τις αντιδράσεις τους απέναντι στη σύγχρονη ελληνική πραγμα-τικότητα και τη βαυαροκρατία.
Παρακολούθηση τελετής της ενηλικίωσης του Όθωνα.
Λίγο πριν από την 20ην Μαΐου 1835, μέρα της ενηλικίωσης του Όθωνα επισκέπτεται στην Ύδρα το Λάζαρο Κουντουριώτη, τα λόγια του Υδραίου προκρίτου χαράζονται στη μνήμη του ανεξίτηλα:…αλλ΄ως έχειν σήμερον (1835)το ελληνικό κράτος με έκτασιν περιωρισμένην, με αραίωσιν πληθυσμών, πτωχόν, άστεγον και με αντιβασιλείαν ξένων, πως δύναταί τις να ελπίση την ταχείαν αυτού ανάπτυξιν και προς την μέλλουσαν ευημερίαν και την πρόοδον; Ο προϊστάμενος και διαχειριστής των δημοσίων πραγμάτων μας ξένος, όσον καλός και φιλέλλην και αν υποτεθή, την ατομικήν του προ παντός άλλου θα επιδιώξη ωφέλειαν και παντί σθένει θα κοπιάση να καταρτίση εκ των ιδρώτων και της ανεχείας μας ανεξάρτητον και περιφανή ύπαρξιν εν τη πατρίδι του, διότι ούτος κατά φυσικόν λόγον ουδεμίαν άλλην συμπάθειαν υπέρ της οθνείας (ξένης) γης δύναται να έχη, ειμή την του ατομικού συμφέροντος.Ο νέος βασιλεύς προσέκτησε μεν την ανάβασίν του επί του θρόνου της πατρίδος την ελληνικήν ιθαγένειαν, αλλ΄ως άμοιρος κυβερνητικών γνώσεων θα περιέλθη εις μεγάλην δυσχέρειαν περί το άρχειν, διότι θα περιστοιχισθή υπό ανικάνων συμβούλων και υπό ανδρών την βασιλικήν επίφασιν (έχοντες) προς μόνον το ίδιον συμφέρον επωφελουμένων. Η λάμψις του βασιλικού θρόνου θα επιθαμβώση τοσούτον τους οφθαλμούς μας, ώστε να μη δυνάμεθα να διακρίνωμεν το καλόν από του κακού και το λυσιτελές υπέρ του τόπου από του φθοροποιού, διότι αύτη (η λάμψις του βασιλικού θρόνου) συνεπάγει και πολλά άλλα εις το αρτισύστατον ημών κράτος ακατάλληλα, των οποίων η υπεροχή προφανή βλάβην παρά ωφέλειαν θα εξασκήσει.
Στις 20 Μαΐου 1835 από ένα τρεχαντήρι στη Σαλαμίνα ο Ναούμ παρακολουθεί τη βασιλική τελετή:
Άπασαι αι ναυτικαί της Ευρώπης Δυνάμεις αντεπροσωπεύονταν κατ εκείνην την ημέραν υπό πολεμικών πλοίων διαφόρου μεγέθους προς υποδοχήν του βασιλέως Όθωνος περί την μεσημβρίαν ελευσομένου επί του ατμοπλοίου «Λουδοβίκος» και είχον λάβει εγκάρσιον προς τον Πειραιά θέσιν. Το τρεχαντήρι μας με το πανάκι του ωθούμενον ελαφρώς υπό των τερπνόων της θαλάσσης ζεφύρων προσεγένετο περί την δωδεκάτην ώραν της μεσημβρίας παρά τη νήσω Ψυτταλεία τη κατέναντι του Πειραιώς και εν τω στόματι της Σαλαμίνος κειμένη, ότε ο καπνός του πλοίου «Λουδοβίκος» ανήγγειλε την από Πειραιά αναχώρησιν του Όθωνος δια τους εν παρατάξει ευρισκομένους εν τω άνω μνησθέντι λιμένι στόλους των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Όταν το φέρον τον βασιλέα ελληνικόν ατμόπλοιον προσεγένετο εντός βολής κανονίου ήρξαντο οι χαιρετισμοί από χιλιάδας στομάτων πυροβόλων των οποίων ο κρότος μοί εφάνη ως να ανέσειεν ο Ποσειδών με την τρίαινά του τον πυθμένα της θαλάσσης. Όλως αι αυταί κανονοβολαί και τα αυτά των μουσικών παιανίσματα επανελήφθησαν και κατά την επάνοδον εις τα ίδια του βασιλέως.
Τι μπορούσε να δει και ποιες δυσκολίες να συναντήσει ένας νέος άνθρωπος που έρχονταν στο μεσοδιάστημα της Αντιβασιλείας να προσφέρει «τας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις» του, γίνεται φανερό στη συνέχεια της αυτοβιογραφίας. Αν δεν έχουμε το δικαίωμα ν΄αφισβητήσουμε τις καλές προθέσεις του Ναούμ, άλλο τόσο όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την νοοτροπία του, μια νοτροπία διαμορφωμένη βασικά έξω από τους όρους της ελληνικής πραγματικότητας. Προσθέτω, ακόμα, και κάτι άλλο όχι λιγότερο σημαντικό: όταν μια πλασματική εικόνα της Ελλάδας, σχηματισμένη απ΄τη φαντασία ενός παιδιού μέσα στις ευρωπαϊκές κοσμοπόλεις, χρειάζεται κάποτε να επαληθευθεί, είναι πολύ φυσικό οι αναγκαίες συγκρίσεις ούτε την πραγματικότητα να ευνοούν ούτε σε μια ψύχραιμη αποδοχή της να καταλήγουν.
Οι πρώτες εντυπώσεις του Ναούμ μετά το γυρισμό εκφράζουν πίκρα ανάμιχτη με απογοήτευση. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στο 1834 η κατάσταση των ελληνικών πραγμάτων δεν φαίνεται να δικαιολογεί πολλή αισιοδοξία: Το Ναύπλιο είναι μια πρωτεύουσα ταπεινή, η αναρχία επικρατεί παντού, η επανάσταση του Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα έχει αναστατώσει το Μοριά, η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα μαρτυρεί μια βαθύτερη σήψη. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν αργεί να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τους Βαυαρούς. Μια διαταγή του φρουράρχου Ναυπλίας και Παλαμηδίου σχετική με το κλείσιμο της πύλης στις 6 μ.μ προκαλεί ένα βίαιο σχόλιο του Ναούμ στην «Αθη-νά»:«Εντεύθεν προήλθε κατόπιν η κατ΄εμού μήνις των Βαυαρών» Στο μεταξύ, περιμένοντας το διορισμό του στο σώμα των μηχανικών, πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο και στα γειτονικά νησιά. Θέλει να δει αρχαιολογικά μνημεία, να επισκεφθεί τους τόπους των μαχών και να γνωρίσει αγωνιστές της επανάστασης. Στο Μυστρά τον δέχεται ο παιδικός του φίλος Δαμιανός Γεωργίου, αργότερα καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στις Σπέτσες τον φιλοξενεί εγκάρδια η οικογένεια Ορλώφ. Κάπου στο δρόμο προς το Άργος, ο Στάϊκος, ο οπλαρχηγός που κυρίεψε το Παλαμήδι του εκφράζει τα παράπονά του για τον Κολοκοτρώνη. Στο Άργος ο Ναούμ θα γνωρίσει τον στρατηγό Τσόκρη και τον Πετρόμπεη Μαυρο-μιχάλη. Στην Κόρινθο τον δέχεται ο Χρηστάκης Ράγκος, ο άνθρωπος που έχει μεταφράσει τα φιλελληνικά ποιήματα του Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα. Όπως πάντα, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για γνωριμίες. Κάποτε μάλιστα δείχνει πολύ περήφανος γι΄αυτές.
Καθ΄όλον δε το δεκαετές εν τη δημοσία υπηρεσία διάστημα της εν Ελλάδι διαμονής μου, μοί εδόθη ευκαιρία να γνωρίσω όλους τους διασημοτέρους της επαναστάσεώς μας οπλαρχηγούς, ναυτικούς και πολιτικούς μετά των οποίων διετέλουν εν αρμονία και ειλικρινεί φιλία.
Παρ΄αυτών ήκουσα πολλάς τεραστίων ανδραγαθημάτων διηγήσεις κατά τον Ιερόν ημών αγώνα, τα οποία ως μη συνάδοντα, ένεκα της υπερβολής των, με την πειθώ του λόγου και της λογικής τους κανόνας, εγκαταλείπω όλως αμνημόνευτα. Ο Ναούμ δεν δείχνει ενδιαφέρον να διασώσει τις αφηγηματικές υπερβολές των αγωνιστών, ωστόσο αποθησαυρίζει τις αντιδράσεις τους απέναντι στη σύγχρονη ελληνική πραγμα-τικότητα και τη βαυαροκρατία.
Παρακολούθηση τελετής της ενηλικίωσης του Όθωνα.
Λίγο πριν από την 20ην Μαΐου 1835, μέρα της ενηλικίωσης του Όθωνα επισκέπτεται στην Ύδρα το Λάζαρο Κουντουριώτη, τα λόγια του Υδραίου προκρίτου χαράζονται στη μνήμη του ανεξίτηλα:…αλλ΄ως έχειν σήμερον (1835)το ελληνικό κράτος με έκτασιν περιωρισμένην, με αραίωσιν πληθυσμών, πτωχόν, άστεγον και με αντιβασιλείαν ξένων, πως δύναταί τις να ελπίση την ταχείαν αυτού ανάπτυξιν και προς την μέλλουσαν ευημερίαν και την πρόοδον; Ο προϊστάμενος και διαχειριστής των δημοσίων πραγμάτων μας ξένος, όσον καλός και φιλέλλην και αν υποτεθή, την ατομικήν του προ παντός άλλου θα επιδιώξη ωφέλειαν και παντί σθένει θα κοπιάση να καταρτίση εκ των ιδρώτων και της ανεχείας μας ανεξάρτητον και περιφανή ύπαρξιν εν τη πατρίδι του, διότι ούτος κατά φυσικόν λόγον ουδεμίαν άλλην συμπάθειαν υπέρ της οθνείας (ξένης) γης δύναται να έχη, ειμή την του ατομικού συμφέροντος.Ο νέος βασιλεύς προσέκτησε μεν την ανάβασίν του επί του θρόνου της πατρίδος την ελληνικήν ιθαγένειαν, αλλ΄ως άμοιρος κυβερνητικών γνώσεων θα περιέλθη εις μεγάλην δυσχέρειαν περί το άρχειν, διότι θα περιστοιχισθή υπό ανικάνων συμβούλων και υπό ανδρών την βασιλικήν επίφασιν (έχοντες) προς μόνον το ίδιον συμφέρον επωφελουμένων. Η λάμψις του βασιλικού θρόνου θα επιθαμβώση τοσούτον τους οφθαλμούς μας, ώστε να μη δυνάμεθα να διακρίνωμεν το καλόν από του κακού και το λυσιτελές υπέρ του τόπου από του φθοροποιού, διότι αύτη (η λάμψις του βασιλικού θρόνου) συνεπάγει και πολλά άλλα εις το αρτισύστατον ημών κράτος ακατάλληλα, των οποίων η υπεροχή προφανή βλάβην παρά ωφέλειαν θα εξασκήσει.
Στις 20 Μαΐου 1835 από ένα τρεχαντήρι στη Σαλαμίνα ο Ναούμ παρακολουθεί τη βασιλική τελετή:
Άπασαι αι ναυτικαί της Ευρώπης Δυνάμεις αντεπροσωπεύονταν κατ εκείνην την ημέραν υπό πολεμικών πλοίων διαφόρου μεγέθους προς υποδοχήν του βασιλέως Όθωνος περί την μεσημβρίαν ελευσομένου επί του ατμοπλοίου «Λουδοβίκος» και είχον λάβει εγκάρσιον προς τον Πειραιά θέσιν. Το τρεχαντήρι μας με το πανάκι του ωθούμενον ελαφρώς υπό των τερπνόων της θαλάσσης ζεφύρων προσεγένετο περί την δωδεκάτην ώραν της μεσημβρίας παρά τη νήσω Ψυτταλεία τη κατέναντι του Πειραιώς και εν τω στόματι της Σαλαμίνος κειμένη, ότε ο καπνός του πλοίου «Λουδοβίκος» ανήγγειλε την από Πειραιά αναχώρησιν του Όθωνος δια τους εν παρατάξει ευρισκομένους εν τω άνω μνησθέντι λιμένι στόλους των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Όταν το φέρον τον βασιλέα ελληνικόν ατμόπλοιον προσεγένετο εντός βολής κανονίου ήρξαντο οι χαιρετισμοί από χιλιάδας στομάτων πυροβόλων των οποίων ο κρότος μοί εφάνη ως να ανέσειεν ο Ποσειδών με την τρίαινά του τον πυθμένα της θαλάσσης. Όλως αι αυταί κανονοβολαί και τα αυτά των μουσικών παιανίσματα επανελήφθησαν και κατά την επάνοδον εις τα ίδια του βασιλέως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου