ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΜΑ
Η πρώτη κατά την καθοδόν μου προς ανατολήν πόλις εν τη οποία έμεινα ημέρα τινάς μετ΄ενδιαφέροντος ένεκα των εν αυτή παροικούντων πολλών ομογενών εμπόρων και φίλων του αδελ-φού μου Κωνσταντίνου, ήτον η Βιέννη της Αυστρίας. Εκείθεν αφίχθην μετά εξαήμερον αμαξηλασίαν εις την πάνσπερμον του Αδρία πόλιν Τεργέστην.
Εν αυτή εγνώρισα τον πολυμαθέστατον, πολύμοχθον, υπέρ της γενεάς ημών και σεβάσμιον εκ Θετταλίας άνδρα Κούμαν.Έτυχε δε κατά συγκυρίαν εκεί, κατερχόμενος δι΄Ελλάδα μετά του υιού του Σοφοκλέους και ο σοφός Οικονόμος κατ΄εκείνας της εν Τεργέστη διαμονής μου. Ο πολυμαθής Κούμας κατεγίνετο τότε εις την σύνταξιν της γενικής γεωγραφίας και, κατά την συνήθειάν του, ειργάζετο ενδελεχώς από πρωίας μ.μ. μέχρι της τετάρτης ώρας μ.μ. και, ταύτης σημαινούσης, εξήρχετο τακτικώς εις περίπατον. Αφού δε εγνώσθημεν εξέφρασε προς με την επιθυμίαν του να τον παρακολουθώ καθ΄όσον χρόνον ήθελον διαμείνει εν Τεργέστη, διότι μετ΄ουδενός άλλου εκ των της εν λόγω πόλεως ομογενών είχεν σχέσιν. Την πρώτην Κυριακήν της εν Τεργέστη διαμονής μου παρηκολούθησα τον σεβάσμιον Κούμαν εις την ορθόδοξον ελληνική εκκλησίαν εν τη οποία παρευρέθη και ο σοφός Οικονόμος, ο οποίος κατ΄έθος του επαγ-γέλματός του απήγγειλε μετ΄εμφάσεως το «Πιστεύω», δυστυχώς όμως η μνήμη του κατ΄εκείνην την στιγμήν δεν τον συνέδραμε να το αποτελειώση άνευ λάθους. Τότε στραφείς ο γηραιός Κούμας μοί είπε χαμηλή τη φωνή: « Παρατήρησον, τέκνον μου πόσο αλλαζών είναι ο άγιος Οικονόμος, ώστε και εντός του ιερού ναού του Υψίστου, ένθα οι πάντες με κεκλιμένον αυχένα και με καρδίαν νήφουσαν* αναπέμπωσι τας κατα-νυκτικάς των προς τον ουρανόν ευχάς, ούτος με επηρμένην κεφαλήν προσβλέπει εις τας αγίας εικόνας της Θεομήτηρος και του Σωτήρος ημών». Εγώ δεν εννόησα την δηκτική ταύτην παρατήρησιν του σεβασμίου εκείνου ανδρός διο και εσιώπασα χωρίς να τον ερωτήσω προς τι αύτη μοί εγένετο και προτίμησα χάριν ευπρεπείας να ρίψω εξ εκείνης της στιγμής ταύτην ( την δηκτικήν παρατήρησιν) εις το μέγα βυθόν της λήθης.
Ένα μικρό ταξίδι μέχρι τη Βενετία δίνει την ευκαιρία στο Ναούμ να θαυμάσει τ΄αξιοθέατα της πόλης: «Είδον και το κατάστημα του Γλυκή ** του εξ Ιωαννίνων, εν τω οποίω περιεργίας χάριν ηγόρασα του Σπανού και του Γαϊδάρου τας φυλλάδας». Γυρί-ζοντας πάλι στην Τεργέστη ο συγγραφέας αποχαιρετά τον Κούμα. Κι΄εκείνος του απευθύνει τις παρακάτω συμβουλές:
«Απέρχεσαι, μοί είπε, τέκνον μου, προς χώραν υπέρ της οποίας αθρόα της απανταχού διεσπαρμένης ελληνικής φυλής τα βλέμματα μετ΄ενθουσιασμού και μεγάλης προσδοκίας ατενί-ζουσιν. Θα εύρης εν αυτή τα λυπηρά ίχνη βαρβάρου και καταστρεπτικής εποχής, ακάνθας, και τριβόλους θα συναντά η όρασίς σου, ανωμαλίαν δυσειδή εις τα του βίου, πλεονασμόν απεχθή κακιών, σπάνιν της αρετής και μόνον τα άψυχα και ολίγα της αρχαιότητος λείψανα, τα οποία θα σοί αναμιμνήσκωσιν υπό τίνων δαιμονίων ανδρών ο θεοίκητος εκείνος τόπος πάλαι ποτέ κατωκείτο, τα οποία μεγαλεπήβολα πνεύματα ήσαν οι πλαστουργοί και κτήτορες αυτών. Η διαφάνεια, η αιθρία και η στιλπνότης του καταγοητευτικού της φιλτάτης πατρίδος ουρανού εκ πρώτης όψεως θα λεπτύνουσι την διάνοιά σου και εκ των οφθαλμών της ψυχής σου θα ανασηκώσωσι την αχλύν εκείνην την εμποδίζουσαν αυτούς να εμβλέψωσιν εις την ανθοσκεπή και περίδοξον εκείνην πεδιάδα των αρχαίων ημών προγόνων. Αι αύραι και οι ζέφυροι με τας γλυκυθύμους, τερπνάς και αρωματικάς πνοάς των θα εμφυσήσωσιν εις το στήθος σου νέας υπάρξεως ζωήν. Δυστυχώς όμως ενώ το πνεύμα σου θα περιπλανάται εις τας εινοσιφύλλους*** και μυριανθούσας χώρας της αρχαιότητος τα συμβαίνοντα εν τη πατρίδι βαρέων στεναγμών πρόξενα γενήσονταί σοι.
Μολαταύτα, τέκνον μου, εξηκολούθησεν ο λαλών, οφείλομεν ημείς οι επιζώντες ‘Έλληνες να άρωμεν ικετηρίους προς ουρανόν χείρας, διότι ηξιώθημεν να ίδωμεν μίαν γωνίαν του ευκλεούς εκείνου εδάφους καθαρεύουσαν (εννοεί αποκαθαρμένη) από τα βροτοφθόρα μιάσματα του αιμοχαρούς δεσποτισμού και ελευθέραν από την απάνθρωπον τυραννίαν.
Παράβολος (παρά την βολή, ολίγον τι άστοχον) όλως ήθελε φανεί η αξίωσίς μου, ουχ ήττον όμως και εθνική, το να σοί παραστήσω ενταύθα ότι το ιερόν καθήκον εκάστου ‘Ελληνος και του εν ταις απωτάταις γωνίαις της υφηλίου διαβιούντος, είναι να προσπαθή παντί σθένει, δια λόγου, δι΄έργου, με χρήματα, με την διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων και με τον βραχίονα προς απόσπασιν του βαρέως ζυγού εκ του τραχήλου των εισέτι δούλων αδελφών μας. Ιδού οποίων ανέμων πνοαί οφείλουσιν από το νυν να εισέρχωνται εις τα στήθη των Ελλήνων. Η παρούσα ημών γενεά ήθελε λογισθή τρισευδαίμων και μακαρία, εάν ηυτύχει να πραγματοποιήση τας χρηστάς όλων μας ελ-πίδας».
* Ο εκδοτικός οίκος των Γλυκήδων εξέδωσε πάνω από 1.200 ελληνικά βιβλία κατά την τελευταία προεπαναστατική περίοδο (1777-1820).
Η πρώτη κατά την καθοδόν μου προς ανατολήν πόλις εν τη οποία έμεινα ημέρα τινάς μετ΄ενδιαφέροντος ένεκα των εν αυτή παροικούντων πολλών ομογενών εμπόρων και φίλων του αδελ-φού μου Κωνσταντίνου, ήτον η Βιέννη της Αυστρίας. Εκείθεν αφίχθην μετά εξαήμερον αμαξηλασίαν εις την πάνσπερμον του Αδρία πόλιν Τεργέστην.
Εν αυτή εγνώρισα τον πολυμαθέστατον, πολύμοχθον, υπέρ της γενεάς ημών και σεβάσμιον εκ Θετταλίας άνδρα Κούμαν.Έτυχε δε κατά συγκυρίαν εκεί, κατερχόμενος δι΄Ελλάδα μετά του υιού του Σοφοκλέους και ο σοφός Οικονόμος κατ΄εκείνας της εν Τεργέστη διαμονής μου. Ο πολυμαθής Κούμας κατεγίνετο τότε εις την σύνταξιν της γενικής γεωγραφίας και, κατά την συνήθειάν του, ειργάζετο ενδελεχώς από πρωίας μ.μ. μέχρι της τετάρτης ώρας μ.μ. και, ταύτης σημαινούσης, εξήρχετο τακτικώς εις περίπατον. Αφού δε εγνώσθημεν εξέφρασε προς με την επιθυμίαν του να τον παρακολουθώ καθ΄όσον χρόνον ήθελον διαμείνει εν Τεργέστη, διότι μετ΄ουδενός άλλου εκ των της εν λόγω πόλεως ομογενών είχεν σχέσιν. Την πρώτην Κυριακήν της εν Τεργέστη διαμονής μου παρηκολούθησα τον σεβάσμιον Κούμαν εις την ορθόδοξον ελληνική εκκλησίαν εν τη οποία παρευρέθη και ο σοφός Οικονόμος, ο οποίος κατ΄έθος του επαγ-γέλματός του απήγγειλε μετ΄εμφάσεως το «Πιστεύω», δυστυχώς όμως η μνήμη του κατ΄εκείνην την στιγμήν δεν τον συνέδραμε να το αποτελειώση άνευ λάθους. Τότε στραφείς ο γηραιός Κούμας μοί είπε χαμηλή τη φωνή: « Παρατήρησον, τέκνον μου πόσο αλλαζών είναι ο άγιος Οικονόμος, ώστε και εντός του ιερού ναού του Υψίστου, ένθα οι πάντες με κεκλιμένον αυχένα και με καρδίαν νήφουσαν* αναπέμπωσι τας κατα-νυκτικάς των προς τον ουρανόν ευχάς, ούτος με επηρμένην κεφαλήν προσβλέπει εις τας αγίας εικόνας της Θεομήτηρος και του Σωτήρος ημών». Εγώ δεν εννόησα την δηκτική ταύτην παρατήρησιν του σεβασμίου εκείνου ανδρός διο και εσιώπασα χωρίς να τον ερωτήσω προς τι αύτη μοί εγένετο και προτίμησα χάριν ευπρεπείας να ρίψω εξ εκείνης της στιγμής ταύτην ( την δηκτικήν παρατήρησιν) εις το μέγα βυθόν της λήθης.
Ένα μικρό ταξίδι μέχρι τη Βενετία δίνει την ευκαιρία στο Ναούμ να θαυμάσει τ΄αξιοθέατα της πόλης: «Είδον και το κατάστημα του Γλυκή ** του εξ Ιωαννίνων, εν τω οποίω περιεργίας χάριν ηγόρασα του Σπανού και του Γαϊδάρου τας φυλλάδας». Γυρί-ζοντας πάλι στην Τεργέστη ο συγγραφέας αποχαιρετά τον Κούμα. Κι΄εκείνος του απευθύνει τις παρακάτω συμβουλές:
«Απέρχεσαι, μοί είπε, τέκνον μου, προς χώραν υπέρ της οποίας αθρόα της απανταχού διεσπαρμένης ελληνικής φυλής τα βλέμματα μετ΄ενθουσιασμού και μεγάλης προσδοκίας ατενί-ζουσιν. Θα εύρης εν αυτή τα λυπηρά ίχνη βαρβάρου και καταστρεπτικής εποχής, ακάνθας, και τριβόλους θα συναντά η όρασίς σου, ανωμαλίαν δυσειδή εις τα του βίου, πλεονασμόν απεχθή κακιών, σπάνιν της αρετής και μόνον τα άψυχα και ολίγα της αρχαιότητος λείψανα, τα οποία θα σοί αναμιμνήσκωσιν υπό τίνων δαιμονίων ανδρών ο θεοίκητος εκείνος τόπος πάλαι ποτέ κατωκείτο, τα οποία μεγαλεπήβολα πνεύματα ήσαν οι πλαστουργοί και κτήτορες αυτών. Η διαφάνεια, η αιθρία και η στιλπνότης του καταγοητευτικού της φιλτάτης πατρίδος ουρανού εκ πρώτης όψεως θα λεπτύνουσι την διάνοιά σου και εκ των οφθαλμών της ψυχής σου θα ανασηκώσωσι την αχλύν εκείνην την εμποδίζουσαν αυτούς να εμβλέψωσιν εις την ανθοσκεπή και περίδοξον εκείνην πεδιάδα των αρχαίων ημών προγόνων. Αι αύραι και οι ζέφυροι με τας γλυκυθύμους, τερπνάς και αρωματικάς πνοάς των θα εμφυσήσωσιν εις το στήθος σου νέας υπάρξεως ζωήν. Δυστυχώς όμως ενώ το πνεύμα σου θα περιπλανάται εις τας εινοσιφύλλους*** και μυριανθούσας χώρας της αρχαιότητος τα συμβαίνοντα εν τη πατρίδι βαρέων στεναγμών πρόξενα γενήσονταί σοι.
Μολαταύτα, τέκνον μου, εξηκολούθησεν ο λαλών, οφείλομεν ημείς οι επιζώντες ‘Έλληνες να άρωμεν ικετηρίους προς ουρανόν χείρας, διότι ηξιώθημεν να ίδωμεν μίαν γωνίαν του ευκλεούς εκείνου εδάφους καθαρεύουσαν (εννοεί αποκαθαρμένη) από τα βροτοφθόρα μιάσματα του αιμοχαρούς δεσποτισμού και ελευθέραν από την απάνθρωπον τυραννίαν.
Παράβολος (παρά την βολή, ολίγον τι άστοχον) όλως ήθελε φανεί η αξίωσίς μου, ουχ ήττον όμως και εθνική, το να σοί παραστήσω ενταύθα ότι το ιερόν καθήκον εκάστου ‘Ελληνος και του εν ταις απωτάταις γωνίαις της υφηλίου διαβιούντος, είναι να προσπαθή παντί σθένει, δια λόγου, δι΄έργου, με χρήματα, με την διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων και με τον βραχίονα προς απόσπασιν του βαρέως ζυγού εκ του τραχήλου των εισέτι δούλων αδελφών μας. Ιδού οποίων ανέμων πνοαί οφείλουσιν από το νυν να εισέρχωνται εις τα στήθη των Ελλήνων. Η παρούσα ημών γενεά ήθελε λογισθή τρισευδαίμων και μακαρία, εάν ηυτύχει να πραγματοποιήση τας χρηστάς όλων μας ελ-πίδας».
* Ο εκδοτικός οίκος των Γλυκήδων εξέδωσε πάνω από 1.200 ελληνικά βιβλία κατά την τελευταία προεπαναστατική περίοδο (1777-1820).
** Νήφω: Είμαι εγκρατής, ξεμέθυστος από το οποίο και νηφάλιος, ενώ νίφω: χιονίζω,από το οποίο και νιφάδα.
*** Τα σειόμενα φύλλα κατά το εινοσίγαιος δηλ. ο προκαλών σεισμό, ο Εγκέλαδος.
*** Τα σειόμενα φύλλα κατά το εινοσίγαιος δηλ. ο προκαλών σεισμό, ο Εγκέλαδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου